ασκημ-

ασκημ-
см. ασχημ\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ασκημ-" в других словарях:

  • ζουρλαμάρα — η παραφροσύνη, τρέλα, παλαβομάρα, ανοησία. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουρλός + κατάλ. (α)μάρα* (πρβλ. βουβ αμάρα, σαχλ αμάρα, τρελ αμάρα, χαζο μάρα). Ο τ. ζουρλαμάδα < ζουρλαμάρα με επίδραση τών παραγώγων σε άδα (ασκημ άδα, νοστιμ άδα, χλομ άδα κ.τ.ό.)] …   Dictionary of Greek

  • κεντρωμάδα — η 1. εμβολιασμός δέντρου, κέντρωμα 2. το μέρος τού δένδρου στο οποίο τοποθετείται το κέντρωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρωμα + κατάλ. άδα, πρβλ. ασκημ άδα, χαραμ άδα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»